|
Ο έλληνας ποιητής της Αλεξάνδρειας, Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933)
★
ΡΩΤΟΥΣΕ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Ἀπ’ τὸ
γραφεῖον ὅπου εἶχε
προσληφθεῖ
σὲ θέσι ἀσήμαντη καὶ φθηνοπληρωμένη
(ὥς ὀκτώ λίρες τὸ μηνιάτικό του: μὲ τὰ τυχερὰ)
βγῆκε σὰν τέλεψεν ἡ ἒρημη δουλειὰ
ποὺ ὅλο τὸ ἀπόγευμα ἦταν σκυμένος:
βγῆκεν ἡ ὥρα ἑπτά, καὶ περπατοῦσε ἀργὰ
καὶ χάζευε στὸν δρόμο.— Ἒμορφος·
κ’ ἐνδιαφέρων: ἒτσι ποὺ ἒδειχνε φθασμένος
στὴν πλήρη του αἰσθησιακήν ἀπόδοσι.
Τὰ εἴκοσι ἐννιά, τὸν περασμένο μῆνα τὰ εἶχε κλείσει.
Ἐχάζευε στὸν δρόμο, καὶ στὲς πτωχικὲς
παρόδους ποὺ ὁδηγοῦσαν πρὸς τὴν κατοικία του.
Περνώντας ἐμπρὸς σ’ ἓνα μαγαζὶ μικρὸ
ὅπου πουλιούνταν κάτι πράγματα
ψεύτικα καὶ φθηνὰ γιὰ ἐργατικούς,
εἶδ’ ἐκεί μέσα ἓνα πρόσωπο, εἶδε μια μορφὴ
ὅπου τὸν ἒσπρωξαν καὶ εἰσῆλθε, καὶ ζητοῦσε
τάχα νὰ δεῖ χρωματιστὰ μαντήλια.
Pωτοῦσε γιὰ τὴν ποιότητα τῶν μαντηλιῶν
καὶ τί κοστίζουν μὲ φωνὴ πνιγμένη,
σχεδὸν σβυσμένη ἀπ’ τὴν ἐπιθυμία.
Κι ἀνάλογα ἦλθαν ἡ ἀπαντήσεις,
ἀφηρημένες, μὲ φωνὴ χαμηλωμένη,
μὲ ὑπολανθάνουσα συναίνεσι.
Ὃλο καὶ κάτι ἒλεγαν γιὰ τὴν πραγμάτεια — ἀλλά
μόνος σκοπός: τὰ χέρια των ν’ ἀγγίζουν
ἐπάνω ἀπ’ τὰ μαντήλια· νὰ πλησιάζουν
τὰ πρόσωπα, τὰ χείλη σὰν τυχαίως·
μιὰ στιγμιαία στὰ μέλη ἐπαφή.
Γρήγορα καὶ κρυφά, γιὰ νὰ μὴ νοιώσει
ὁ καταστηματάρχης ποὺ στὸ βάθος κάθονταν.
|
|